- αποσιωπώμαι
- αποσιωπώμαι, αποσιωπήθηκα βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
συναποσιωπώμαι — άομαι, Α αποσιωπώμαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek